- εσχατώ
- ἐσχατῶ, -άω (Α) [έσχατος]1. μένω τελευταίος2. (για τόπο) είμαι, βρίσκομαι στο άκρο3. φθάνω στο τέλος («κούρη ἀπ' ὠδίνων τεχθήσεται ἐσχατόωσα», Μαν.)4. φρ. α) «ἀφ' ἑσπέρου ἐσχατόωντος» — από την απωτάτη δύση (Καλλ.)β) «κάρηνον ἐσχατόων» — το τμήμα τού κρανίου που βρίσκεται πάνω από το μέτωπο, το βρέγμα (Άρατ).
Dictionary of Greek. 2013.